- κεφαλισμός
- κεφαλισμός, ὁ (Α) [κεφαλή]ο πίνακας τού πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου τό περί τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλισμός — multiplication table of single numbers from one to ten masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλισμούς — κεφαλισμός multiplication table of single numbers from one to ten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)